εὐαγῆ

εὐαγῆ
εὐαγής 1
free from pollution
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
εὐαγής 1
free from pollution
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
εὐαγής 1
free from pollution
masc/fem acc sg (attic epic doric)
εὐαγής 2
free from pollution
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
εὐαγής 2
free from pollution
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
εὐαγής 2
free from pollution
masc/fem acc sg (attic epic doric)
εὐᾱγῆ , εὐαγής 3
free from pollution
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
εὐᾱγῆ , εὐαγής 3
free from pollution
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
εὐᾱγῆ , εὐαγής 3
free from pollution
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… …   Dictionary of Greek

  • Megas logothetes — The megas logothetēs (Greek: μέγας λογοθέτης) or Grand Logothete, was an official supervising all the sekreta (the Byzantine Empire s fiscal departments). The post was first established by Emperor Alexios I Komnenos (r. 1081–1118) as the… …   Wikipedia

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • πανευαγής — ές, Α εξαιρετικά ευαγής, ιερότατος, αγνότατος, αμίαντος («αἱ πανευαγεῑς ἐκκλησίαι», Δίον. Αρεοπ.). επίρρ... πανευαγώς (Μ) με τρόπο πολύ ευαγή, ιερότατα, αγνότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐαγής «αγνός, αμίαντος»] …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Ποντιακού Ελληνισμού — Καταλαμβάνει έναν όροφο του ιδιόκτητου κτιρίου της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών (Αγνώστων Μαρτύρων 73, Νέα Σμύρνη), σωματείου που ιδρύθηκε το 1927, με σκοπό τη συλλογή, μελέτη και δημοσίευση του πνευματικού πλούτου των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου …   Dictionary of Greek

  • Παφλαγονία — Χώρα της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της, τα παράλια της οποίας βρέχονται από τον Εύξεινο Πόντο. Ορίζεται Α από τον Πόντο, Δ από τη Βιθυνία, Ν από τη Γαλατία. Τρεις παράλληλες, από Β στο Ν, οροσειρές διατέμνουν τη χώρα, από τις οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”